Δευτέρα 6 Μαΐου 2024

Άραγε να είναι η άρνηση του λαού στο να πιστέψει στην χώρα του; Άραγε να στέρεψαν οι προοδευτικές ιδέες για λύσεις στην επίλυση ζητημάτων; Ίσως η Ευρωπαϊκή Ένωση να μας θεωρεί το ατίθασο παραπαίδι της; Άραγε να είναι ο φόβος για την «κόκκινη κάρτα» σε λάθος βηματισμό, από το Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο; Ή ίσως, «η σωτηρία μας» να είναι απλά, η εξυπηρέτηση πολιτικών συμφερόντων στις πλάτες του έλληνα πολίτη και στο μέλλον της χώρας μας;

Πράγματι, τα ερωτήματα αυτά είναι κάποιες από τις ανησυχίες μας σήμερα. Ψηφίσαμε το «σωστό» ή «καταδικάσαμε» το μέλλον το δικό μας αλλά και των παιδιών μας για άλλη μια τετραετία; Σαφής απαντήσεις δεν υπάρχουν σε κανένα από αυτά τα ερωτήματα, ωστόσο το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να ανατρέξουμε στην ιστορία. Εκεί, θα βρούμε αυτό που ψάχνουμε. Για να μην περιαυτολογούμε όμως, ας πιάσουμε το κουβάρι από την αρχή της κλωστής.

Θα σας μεταφέρω λίγα χρόνια πίσω εκεί που ξετυλιγόταν η αρχή της καθόδου αλλά ακόμη κανένας μας δεν το είχε συνειδητοποιήσει. Ξεκινάμε από την δεκαετία του 90’ όπου η τότε κυβέρνηση Μητσοτάκη στο τέλος της θητείας της παρέδωσε μια Ελλάδα με δημόσιο χρέος στο 110% του ΑΕΠ. Από το 1995 να ειπωθεί, ότι ετέθη στην κορυφή της εθνικής στρατηγικής η συμμετοχή της χώρας μας στην Οικονομική και Νομισματική Ενοποίηση με αποτέλεσμα να διαχειριστεί ο υψηλός πληθωρισμός που αποτελούσε την ελληνική οικονομία από την δεκαετία του 70’ και έπειτα. Από την χρονιά εκείνη όμως και έπειτα, αναγνωριστήκαν αλόγιστες συνέπειες στον τρόπο αντιμετώπισης του υψηλού πληθωρισμού, οι οποίες ξεκίνησαν δειλά-δειλά να ξεπροβάλλουν τότε αλλά σε βάθος χρόνου η οικονομική κατάσταση της χώρας επηρεάστηκε σε ιδιαίτερο υψηλό βαθμό. Η Κεντρική Τράπεζα υπό της εντολές της κυβέρνησης, καθώς τότε δεν ήταν ανεξάρτητη, αποφάσισε να ακολουθήσει την απόλυτη πολιτική της «σκληρής δραχμής», όπου παρά το γεγονός ότι τα επίπεδα ανεργίας δεν αυξήθηκαν και οι εμπορικές τράπεζες μπορούσαν πια να δανείζονται φθηνά και δίχως όριο, πράγμα που έδωσε ελπίδα σε πολλούς τότε για μια Ελλάδα, «Βασιλιά» της οικονομίας της, ο κλοιός άρχισε να στενεύει με το πέρασμα των χρόνων καθώς κατά την περίοδο από το 2000 έως και το 2004 οι αλλαγές στην εγχώρια κατάσταση του κράτους ήταν αρκετές. Οι δανεισμοί αυτοί των εμπορικών τραπεζών, οδήγησαν σε χαμηλά επιτόκια με αποτέλεσμα, να παρατηρείται σημαντική αύξηση της εγχώριας ζήτησης και στις εισαγωγές. Η «σαπουνόφουσκα» όμως αυτή για τα επόμενα χρόνια θεωρήθηκε από πολλούς το κλειδί για την οικονομική ευημερία, όμως η βασική στήριξη του συγκεκριμένου πλάνου ήταν οι οικονομικοί δανεισμοί και συγκεκριμένα από τα διαρθρωτικά ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Και ερχόμαστε πια, στο 2007, λίγο πριν από την μεγάλη κρίση και συνειδητοποιούμε ότι η ανεξέλεγκτη διόγκωση της εγχώριας ζήτησης και οι αμέτρητοι δανεισμοί δεν μπορούσαν να διαχειριστούν ορθολογικά. Και κάπου εκεί, το πρότυπο αυτό της οικονομικής δραστηριότητας στο οποίο στηρίχθηκε η χώρα μας από το 2000, βραχυπρόθεσμα είχε τα θεμιτά αποτελέσματα αλλά μακροπρόθεσμα δεν μπορούσε να διατηρηθεί. Το 2008, όπου ξέσπασε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, η οποία δεν ευθύνεται αυτή για την οικονομική κατάρρευση της Ελλάδας το 2009, αλλά η έλλειψη της ανταγωνιστικότητας και της σαθρής δομής της εγχώριας οικονομίας, το κράτος καταπονήθηκε αρκετά και σε μικρά χρονικά διαστήματα (ημερών), ο έλληνας πολίτης βρέθηκε στον αέρα με αβέβαιο μέλλον.
Υπολογίζεται ότι από τις χρονιές 2009 έως και 2011 η μετανάστευση χτύπησε τον κόκκινο δείκτη καθώς 700.000 έλληνες πολίτες κοντά, αναζήτησαν την «τύχη» στο εξωτερικό.
Το 2010, με τις αποκαλύψεις τότε για το δημοσιονομικό έλλειμμα του κράτους, η κυβέρνηση αδυνατούσε να δανειστεί με επιτόκια από τις αγορές ώστε να χρηματοδοτήσει το έλλειμμα αυτό, αλλά και να αναχρηματοδοτήσει το χρέος. Εκείνη τη στιγμή, η κυβέρνηση, με βάση τις εξωτερικές πιέσεις και αποτελέσματα της κρίσης στην χώρα, έπρεπε να λάβει δραστικά μέτρα όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Έτσι λοιπόν, στις 3 Μαΐου, η Ελλάδα έστειλε αίτηση ζητώντας 80 δισεκατομμύρια ευρώ από τις υπόλοιπες 15 χώρες με νόμισμα το ευρώ και 30 δισεκατομμύρια από το Δ,Ν,Τ. Στην αίτηση αυτή αναγράφονταν και τα τρία μνημόνια, α) «Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής», β) «Τεχνικό Μνημόνιο Συνεννόησης» και γ) το λεγόμενο ΣΠΟΠ το «Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής». Στις 8 Μαΐου εγκρίθηκε το μνημόνιο και εκεί είχαμε και το σχηματισμό της «ΤΡΟΙΚΑ» η οποία ήταν επόπτης του μνημονίου.
Στην συνέχεια των επόμενων δύο χρόνων, η Ελλάδα αντιμετώπισε ίσως μία από τις χειρότερες κοινοβουλευτικές περιόδους. Το 2012 ήρθε το δεύτερο μνημόνιο που προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων τόσο από τα κόμματα της Βουλής όσο και από τον λαό. Χαρακτηριστικά η 12η του Φλεβάρη χαρακτηρίστηκε ως η ημέρα εξέγερσης κατά του «διαβολικού» μνημονίου κι αυτό για τα μέτρα που το συνόδευε. Η μείωση του κατώτατου μισθού κατά 22%, η κατάργηση 150.000 θέσεων εργασίας στο δημόσιο, με χρονικό διάγραμμα έως το 2015, οι πρώτες περικοπές σε συντάξεις, επιδόματα και διάφορων δαπανών, η κατάργηση του ΟΕΚΕ και πολλών ακόμα μέτρων, ξεσήκωσαν τον ελληνικό λαό στο να διαδηλώσει στους δρόμους υποστηρίζοντας τα δικαιώματά τους, την οικονομική τους θέση, την βιωσιμότητά τους στην χώρα.
Μετά από τρία χρόνια πάλης για σταθεροποίηση της εγχώριας οικονομικής κατάστασης, της πολιτικής αλλά και της τήρησης των μέτρων που μας είχε υποβάλει η Ευρωπαϊκή Ένωση για τα μνημόνια, το 2015, λόγω του ότι δεν πληρώθηκαν ποτέ οι πακεταρισμένες δόσεις του δανείου προς το Δ.Ν.Τ. , η Ελλάδα θεωρούνταν πια χρεωκοπημένη χώρα. Αναζητώντας μία λύση, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ανακοίνωσε την διεξαγωγή δημοψηφίσματος στις 6 Ιουλίου, με ενημέρωση της Ευρώπης ότι το δημοψήφισμα πραγματοποιείται ξεκάθαρα για το αν τελικά η Ελλάδα θα παραμείνει ή όχι στην Ευρωζώνη. Το δημοψήφισμα καταψηφίστηκε από το 61,31%, ωστόσο η κυβέρνηση συνέχισε να επικοινωνεί με τους δανειστές πασχίζοντας να εντοπίσουν έναν συμβιβασμό.
Έτσι λοιπόν, στις 13 Ιουλίου, υπογράφεται και το τρίτο μνημόνιο. Οι εσωκομματικές αντιδράσεις του κυβερνώντος κόμματος, προκάλεσαν την παραίτηση πολλών υπουργών και βουλευτών με αποτέλεσμα, ο πρωθυπουργός να προχωρήσει σε κυβερνητικό ανασχηματισμό. Στις 21 Αυγούστου ψηφίζεται το μνημόνιο από 222 βουλευτές και ξεκινούν τα διαδικαστικά.
Το 2018, με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, τα χρόνια αυτά, να μετατρέπει την Ελλάδα σε κράτος «φτωχών», υποβαθμίζοντας την «μεσαία τάξη» των ελλήνων πολιτών, συνεχίζοντας σημαντικά τις περικοπές σε συντάξεις και πολλά ακόμη που δεν θύμιζαν με τίποτα, σε ένα ανανεωμένο ή εκσυγχρονισμένο κράτος, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, λίγο πριν τη δύση της κυβέρνησής του, ανακοίνωσε την έξοδο της χώρας από τα προγράμματα στήριξης, τα Μνημόνια εν συντομία.
Τέλος, τα πιο πρόσφατα γεγονότα από το 2019 έως και το 2024 έχουν σημαδέψει τόσο την οικονομία του κράτους όσο και την πολιτική του. Από το 2019 η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ρύθμισε τις 120 δόσεις προς οφειλέτες σε εφορία και ασφαλιστικά ταμεία, ενισχύθηκε ο ΟΤΑ με ποσό 180 εκατομμυρίων ευρώ και προκήρυξε 1.500 νέες θέσεις εργασίας στην Ελληνική Αστυνομία.
Παράκαμψη στην Παιδεία θα κάνουμε όμως κάπου εδώ, με την μεταρρύθμιση του πανεπιστημιακού ασύλου, δίνοντας τη δυνατότητα παρέμβασης των αστυνομικών αρχών στους ακαδημαϊκούς χώρους σε περίπτωση αξιόποινων πράξεων, χωρίς να συναινεί οι πρυτανεία και οι εκπρόσωποι των φοιτητών. Το νομοσχέδιο αυτό έφερε αντιδράσεις από τους φοιτητές όπου για μέρες διαδήλωναν μπροστά από το Υπουργείο Παιδείας ζητώντας να παραμείνει «ανέγγιχτο» το άσυλο. Έτσι από εκείνη τη χρονιά και έπειτα δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε ακούσει ή έχουμε ζήσει ακόμα περιπτώσεις ξυλοδαρμού φοιτητών από τις αστυνομικές αρχές, με την πιο πρόσφατη αυτή της Νομικής Κομοτηνής στις 5 Φεβρουαρίου του 2024.
Το 2020, 2021, 2022, η πανδημία του Covid-19 έφτασε στην χώρα μας. Η Ελλάδα «θυμήθηκε» την οικονομική κρίση του 2008 και ο «αόρατος» πόλεμος της πανδημίας άφησε πίσω του 5.548.487 κρούσματα και πάνω από 34.000 νεκρούς.
Τις χρονιές εκείνες, η κυβέρνηση ψήφισε πάρα πολλά νομοσχέδια για την αντιμετώπιση του ιού, προσπαθώντας να πληγεί όσο το δυνατόν λιγότερο. Το μεγάλο πρόβλημα που διαπιστώθηκε όμως τότε ήταν ότι οι κυβερνήσεις των προηγούμενων χρόνων δεν είχαν ενισχύσει καθόλου το Ε.Σ.Υ. με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν κατάλληλες υποδομές και εγκαταστάσεις για την αντιμετώπιση των ασθενών με Covid-19 (ΜΕΘ) και μάλιστα τις περισσότερες φορές τα νοσοκομεία δεν μπορούσαν να δέχονται από ένα σημείο κι έπειτα τους ασθενείς, λόγω ανύπαρκτου χώρου και νοσηλευτικού/ιατρικού προσωπικού.
Η οικονομική κατάσταση της χώρας επηρεάστηκε σε σημαντικό βαθμό, καθώς ο εξοπλισμός για μάσκες και άλλα είδη πρώτης ανάγκης, όπως είχε η κυβέρνηση εντολή από την Ε.Ε, κόστισαν πολλά εκατομμύρια με αποτέλεσμα να βρίσκεται η εγχώρια οικονομία σε στενότητα, επιβαρύνοντας τον λαό, με αύξηση φόρων + Φ.Π.Α., περικοπές στις συντάξεις κ.α.
Βέβαια κατά την περίοδο της καραντίνας, ψηφίστηκε το νομοσχέδιο Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη, τοποθετώντας της Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής στα Πανεπιστήμια (ΕΒΕ), ο περιορισμός στον αριθμό σχολών που θα επιλέξει ο κάθε μαθητής στο μηχανογραφικό του για την εισαγωγή του στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση μέσω των Πανελλαδικών εξετάσεων, αλλά και το περιβόητο ν+2 όπου όπως αναφέρει το ίδιο το νομοσχέδιο τοποθετεί όριο σπουδών που αν ξεπεραστεί ο εκάστοτε φοιτητής διαγράφεται από την σχολή του. Το νομοσχέδιο αυτό ψηφίστηκε σε μικρό χρονικό διάστημα, στρέφοντας απέναντι της κυβέρνησης, την ακαδημαϊκή κοινότητα αλλά και όλο τον ελληνικό λαό.
Και στο σήμερα, όπου η χώρα προσπαθεί οικονομικά και κοινωνικά να ορθοποδήσει, η χώρα της ιστορίας, της δημοκρατίας, της πολιτικής, αυτή την χρονική στιγμή, στο 2024 λοιπόν, να διαθέτει ένα από τα πιο μη-αποτελεσματικά Εκπαιδευτικά Συστήματα, με χιλιάδες νομοσχέδια που πλήττουν την Παιδεία καθημερινά. Συγκεκριμένα στα πιο πρόσφατα δεδομένα από έρευνες που διεξήχθησαν, η χώρα μας βρίσκεται τελευταία στην λίστα με τα καλύτερα εκπαιδευτικά συστήματα στην Ευρώπη.
Τελευταίο «χτύπημα» της κυβέρνησης στην παιδεία είναι η μεταρρύθμιση του Άρθρου 16.
Θα αποτελέσει την χαριστική βολή στην δημόσια και δωρεάν παιδεία;
Θα είναι η αφορμή για την αναβάθμιση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στη χώρα μας;
Θα αλλάξει ριζικά την εκπαίδευση;
Τα γεγονότα θα μας διαφωτίσουν. Θα μάθουμε από τους αγώνες των φοιτητών και τον χρόνο.
Όσον αφορά την πολιτική, την οικονομία, την σχέση μας με την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και την εικόνα μας σε παγκόσμια κλίμακα, πιστεύω σε αυτό που αναφέρω και στην αρχή. Η λύση είναι η κατανόηση των γεγονότων από την πολιτική ιστορία του κράτους μας και η αναθεώρηση αυτών και των επιλογών μας. Μόνο έτσι θα καταλάβουμε.
«Όλα πάντα στο φως!»

Παναγιώτης Χριστόπουλος
Φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Πατρών, τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων

Pin It