Δευτέρα 20 Μαΐου 2024

ΚΕΙΜΕΝΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Θάνος Καριάς / Μια μέρα, ανάμεσα στους επιβάτες ενός λεωφορείου που έκανε τη διαδρομή Κεραμούπολη-Θεσσαλονίκη, ήταν και δυο φοιτητές, ο Ζάχος κι ο Τρύφωνας. Στην ίδια σειρά μ’ αυτούς, αλλά από την άλλη πλευρά του διαδρόμου, καθόταν μια ηλικιωμένη γυναίκα.

Οι δυο νέοι, αφού μίλησαν για τη φοίτησή τους στις σχολές τους, θυμήθηκαν τα μαθητικά τους χρόνια.

«Θυμάσαι εκείνον τον αυστικό, τον μουρλό τον Ορέστη; Πόσο το μισούσα αυτό το κωλόπαιδο! Τι πλάκες του ’χα κάνει! Πόσες κλωτσιές και μπουνιές του ’χα δώσει!» είπε ο Ζάχος.

«Κι εμείς στο Πέμπτο γελούσαμε πολύ μ’ αυτόν! Μια φορά τον κλείδωσα στις τουαλέτες! Τολμούσε να λέει πως είναι γαύρος, αλλά τον έβαψα ολόκληρο πράσινο!» απάντησε ο Τρύφωνας.

Γέλασαν κι οι δυο ταυτόχρονα.

Εκείνη τη στιγμή, το λεωφορείο σταμάτησε για την καθιερωμένη στάση.

Η ηλικιωμένη γυναίκα έβγαλε το μαντήλι απ’ το κεφάλι της, σηκώθηκε όρθια, άνοιξε προς τα πάνω τα χέρια της, κοίταξε προς τον ουρανό και είπε:

«Θεέ μεγαλοδύναμε, δώσε σ’ αυτά εδώ τα παιδιά να είναι καλά, να προκόψουν, να κάνουν οικογένεια και παιδιά και να γευτούν τις «χαρές» που γεύτηκαν οι γονείς του εγγονού μου, του Ορέστη!».

Μετά, γυρνώντας προς τους νέους είπε:

«Αυτή την ευχή και κατάρα μου μαζί, να έχετε!».

Η γιαγιά ξανακάθισε στη θέση της ξεσπώντας σ’ ένα μοιρολόι.

«Δεν θα ’σαι καλά, γριούλα!» της είπε ο Ζάχος.

«Εντάξει, φοβηθήκαμε» κορόιδεψε ο Τρύφωνας.

Οι δυο νέοι έσπευσαν να κατέβουν απ’ το λεωφορείο, ενώ δυο επιβάτες προσπάθησαν να ηρεμήσουν την κυρά Σοφία, τη γιαγιά του Ορέστη.

Έξι χρόνια μετά, σε μια παιδική χαρά της Θεσσαλονίκης, σε κοντινά παγκάκια κάθονται δυο κύριοι, δυο μπαμπάδες. Δίπλα του ο καθένας έχει ένα αγοράκι πέντε χρονών περίπου. Με μια ματιά, ο κάθε περαστικός καταλαβαίνει πως τα δυο παιδάκια έχουν γεννηθεί με το σύνδρομο Ντάουν.

Σε λίγο, οι ματιές των νέων μπαμπάδων συναντιούνται.

«Ρε σειρά, τι κάνεις;» ρωτάει ο ένας.

«Παλιέ μου φίλε, πόσα χρόνια έχουμε ν’ ανταμώσουμε;» απαντάει ο άλλος.

Χαιρετιούνται, κάθονται στο ίδιο παγκάκι και συστήνουν τα παιδιά τους.

Την άλλη στιγμή, κοιτάζονται στα μάτια. Μένουν βουβοί γι’ αρκετή ώρα. Σκέφτονται το ίδιο πράμα: Την κατάρα που τους έδωσε, πριν χρόνια, η γιαγιά του Ορέστη. Στα αυτιά τους ξανάρχεται η γεμάτη πόνο φωνή της:

   «Θεέ μεγαλοδύναμε, δώσε σ’ αυτά εδώ τα παιδιά να είναι καλά, να προκόψουν, να κάνουν οικογένεια και παιδιά και να γευτούν τις «χαρές» που γεύτηκαν οι γονείς του εγγονού μου, του Ορέστη!».

Pin It