Δευτέρα 20 Μαΐου 2024

  ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ - ΚΕΙΜΕΝΟ: Θάνος Καριάς /  1953 Γεφυροχώρι Θεσσαλίας. Στο χωριό αυτό του κάμπου ζούσε η Θωμαή με τη γριά μητέρα της, τη δεκάχρονη κόρη της, την Αγγελική και τον πεντάχρονο γιο της, τον Βάγιο. Αυτοί οι τέσσερις έμειναν απ’ ολόκληρη την οικογένειά της στο τέλος του πολέμου. Ο άντρας της, τα πεθερικά της, ο πατέρας της, τ’ αδέρφια της και οι κουνιάδοι της είχαν σκοτωθεί! 

Η κακιά της μοίρα, όμως, φαίνεται πως δεν είχε χορτάσει αίμα, δάκρυ και πόνο. Το καλοκαίρι του ’54, την ώρα του μεγάλου σεισμού στον θεσσαλικό κάμπο, βρήκε τη Θωμαή με την κόρη της να δουλεύουν στα χωράφια, ενώ τη μητέρα της να προσέχει στο σπίτι τον μικρό Βάγιο. Το παλιό πλίθινο σπίτι γκρεμίστηκε και πλάκωσε τι γριά και το παιδί.

Ο θρήνος της Θωμαής και της Αγγελικής δεν είχε όρια.

– Τι έχω κάνει, Θεέ μου, και με κυνηγάς; φώναζε η χαροκαμένη μάνα. Γιατί μου πήρες το παιδί μου;

– Γιατί ο Θεός αφήνει να σκοτώνονται μικρά παιδιά; Ούρλιαζε η Αγγελική.

– Μη, κορίτσι μου, τη μάλωναν οι χωριανοί, είναι αμαρτία.

Έτσι έμειναν μάνα και κόρη μοναχές , σαν καλαμιές στον κάμπο. Τα χρόνια περνούσαν για τις δυο πικραμένες γυναίκες μέσα στην κούραση και τον πόνο.

Η Αγγελική, στα δεκαεφτά της, ήταν μια όμορφη κοπέλα. Παρά τις συμβουλές της μητέρας της, ξεμυαλίστηκε μ’ έναν εργολάβο, που είχε αναλάβει να χτίσει ένα γειτονικό σπίτι. Μια νύχτα, έγινε το κακό. Δόθηκε στον εργολάβο. Εκείνος σαν τέλειωσε το σπίτι, εξαφανίστηκε, χωρίς να της πει κουβέντα. Στους τρεις μήνες η κοιλιά της Αγγελικής άρχισε να φουσκώνει. Η μάνα της έπεσε να πεθάνει απ’ τη στεναχώρια της.

– Κόρη μου, της έλεγε, ξέχασες τι έχουμε περάσει; Τι σ’ έχω συμβουλέψει; Πώς θ’ αντέξω τέτοια ντροπή;

Τ’ αυστηρά ήθη στα χωριά της εποχής εκείνης έκαναν τις δυο γυναίκες να δέχονται καθημερινά προσβολές απ’ τους συγχωριανούς.

– Πάχυνε η κόρη της Θωμαής;

– Όχι έχει ανεμογκάστρι!

Σαν γέννησε ένα υγιέστατο αγοράκι, οι προσβολές μεγάλωσαν.

– Ποιο είναι αυτό το παιδί;

– Το μπάσταρδο της Αγγελικής!

Δεν πρόλαβε ο μικρός Αντρέας να κλείσει τα τρία, και η μάνα του τα έφτιαξε μ’ ένα νέο από γειτονικό χωριό, τον Γιώργο. Μια νύχτα, έφυγαν για τη Γερμανία, γιατί οι γονείς του δεν την ήθελαν για νύφη τους. Εκείνη άφησε ένα γράμμα για τη μητέρα της. «Μάνα, συγχώρεσέ με. Δεν αντέχω άλλο τη ζωή που κάνουμε. Φεύγουμε για τη Γερμανία. Όταν θα έχω χρήματα, θα σας στείλω όσα μπορώ. Μετά από μερικά χρόνια θα έρθω να σας δω».

Η βασανισμένη μάνα, η Θωμαή, προσπάθησε να το αντιμετωπίσει κι αυτό. «Δεν μας σηκώνει άλλο το χωριό, σκέφτηκε, θα πάρω το παιδί και θα πάμε στην πόλη. Ίσως μάθει αργότερα κάποια τέχνη εκεί».

Νοίκιασε μια κάμαρη σ’ ένα παλιό σπίτι κι έψαξε για δουλειά. Το μόνο που μπορούσε να κάνει, ήταν να καθαρίζει ξένα σπίτια, κουβαλώντας τον Αντρέα μαζί της.

Τα χρόνια περνούσαν. Από την Αγγελική δεν είχαν καμιά είδηση. Σαν έγινε ο Αντρέας έξι χρονών, του είπε πως η μητέρα του δουλεύει στη Γερμανία, πως θα έρθει και θα φέρει χρήματα να ζήσουν καλύτερα, και ότι ο πατέρας του σκοτώθηκε στον πόλεμο. Το παιδί ρωτούσε επίμονα πότε επιτέλους θα έρθει η μάνα του. Η Θωμαή του έλεγε πως θα ερχόταν τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα ή στη γιορτή του.

Όταν περνούσαν απ’ τις βιτρίνες των μαγαζιών, ο Αντρέας στεκόταν πολλή ώρα σε μια βιτρίνα με παιχνίδια. Εκεί κοίταζε αχόρταγα ένα μεγάλο φορτηγό της Πυροσβεστικής. Το κόκκινο χρώμα του, η σκάλα, οι σωλήνες και κυρίως τα φώτα που αναβόσβηναν συνέχεια, φάνταζαν στο παιδικό του μυαλό σαν το σπουδαιότερο πράγμα στον κόσμο.

– Γιαγιά, θα μπορέσω ποτέ να το αγοράσω;

– Ναι, Αντρέα μου, το Πάσχα που θα ’ρθει η μάνα σου, θα φέρει χρήματα και θα σου το αγοράσει.

Πέρασε, όμως, πολλές φορές το Πάσχα και τα Χριστούγεννα και η γιορτή του παιδιού, αλλά ούτε η Αγγελική ερχόταν, ούτε ο μικρός μπόρεσε ν’ αγοράσει το φανταχτερό παιχνίδι. Στα δώδεκά του, το είχε πάρει πια απόφαση.

– Γιαγιά, σε παρακαλώ, μη μου ξαναπείς πως θα ’ρθει η μάνα μου. Ξέρω πως δεν θα γίνει αυτό ποτέ. Φαίνεται πως δεν μ’ αγαπάει, γι’ αυτό κι εγώ θα πάψω να την σκέφτομαι. Τη μισώ, τη μισώ πολύ!

Μόλις τέλειωσε το Δημοτικό, έπιασε δουλειά σ’ ένα ξυλουργείο, για να ξεκουράσει λίγο τη γιαγιά του που η υγεία της άρχισε να κλονίζεται.

Ήταν καλός μαθητής. Πήγε στο Γυμνάσιο και, όταν είχε χρόνο έκανε δουλειές του ποδαριού. Ένα χρόνο προτού το τελειώσει, η γιαγιά του με δυσκολία κατάφερνε να καθαρίζει μερικές σκάλες. «Θεέ μου, παρακαλούσε, δώσε μου δύναμη για ένα χρόνο ακόμα, μέχρι να τελειώσει το παιδί το σχολείο του».

Ο Αντρέας όχι μόνο τέλειωσε το εξατάξιο Γυμνάσιο, αλλά πέρασε απ’ τους πρώτους στην Παιδαγωγική Ακαδημία. Ήθελε να γίνει δάσκαλος.

Λίγους μήνες μετά, η βασανισμένη και κουρασμένη γιαγιά έφυγε από τον μάταιο τούτο κόσμο. Ο εγγονός της με την υποτροφία που έπαιρνε απ’ τη σχολή του, και δουλεύοντας, όσο κι όπου μπορούσε, κατάφερε να πάρει το πτυχίο του και σ’ έναν χρόνο να διοριστεί σ’ ένα σχολείο της πόλης.

Pin It