Δευτέρα 20 Μαΐου 2024

ΚΕΙΜΕΝΟ-ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Θάνος Καριάς   ’77- ’79. Δύσκολοι καιροί ακόμα για να υπηρετεί κανείς τη στρατιωτική του θητεία. Τρία χρόνια μετά την πτώση της χούντας, δεν είχαν αλλάξει και πολλά πράματα στο στρατό. Οι περίφημοι φάκελοι υπήρχαν ακόμα και η διάρκεια της θητείας ήταν είκοσι οχτώ μήνες. Μετά τις σαράντα μέρες στο κέντρο νεοσυλλέκτων, βρέθηκα σ’ ένα όμορφο νησί.

Απ’ την πρώτη μέρα, ένας έφεδρος Ανθυπολοχαγός, υπεύθυνος στη διαχείριση υλικού, όταν έμαθε πως είμαι απόφοιτος του Μαθηματικού, ζήτησε απ’ τον υποδιοικητή του τάγματος να με πάρει σαν γραφέα, παρόλου που ο φάκελός μου είχε τον χαρακτηρισμό Α, δηλαδή αριστερός.

Έτσι βρέθηκα στον λόχο διοίκησης, που ο Λοχαγός του ήταν ένας αυστηρός κι αγριωπός άνθρωπος, «ο Τζων ο τρομερός», όπως τον είχαν ονομάσει οι φαντάροι από παλιά. Όταν έμαθε πως είμαι Καρδιτσιώτης και μαθηματικός, με πλησίασε με πολύ φιλικές διαθέσεις. Μετά την πρώτη συζήτηση που είχαμε, κατάλαβα τους λόγους της φιλικής του προσέγγισης. Καταγόταν απ’ ένα ορεινό χωριό της Καρδίτσας και είχε δυο αγόρια στο δημοτικό σχολείο, που χρειάζονταν βοήθεια στα μαθηματικά. Στην πρώτη μου έξοδο με πήγε με το αυτοκίνητό στο σπίτι του. Η λογική μου, η μόρφωσή μου, ο ντροπαλός χαρακτήρας μου και το ότι ήμουν στρατιώτης, δεν μου επέτρεπαν να φανταστώ το τι μου έμελλε να περάσω τους επόμενους μήνες.

Στο σπίτι του Λοχαγού μας υποδέχτηκε η γυναίκα του, η Θάλεια. Μια ψηλή, αδύνατη καλλονή, με τεράστια πράσινα μάτια, κατάμαυρα πολύ κοντά μαλλιά κι ένα όμορφο μπορντό φόρεμα. Το βλέμμα της, το χαμόγελό της, αλλά κυρίως η ζεστή φωνή της με μάγεψαν απ’ την πρώτη στιγμή. Αφού συζητήσαμε για τα παιδιά τους, τις ώρες που θα πήγαινα για να κάνω φροντιστήριο, μας πρόσφερε καφέ και κέικ, και σε λίγο κατέβηκα στο λιμάνι για να βρω τους φίλους μου. Εκείνοι μου μιλούσαν, αλλά εγώ δεν τους άκουγα. Το μυαλό μου ήταν στη Θάλεια. Με είχαν μαγέψει η εμφάνισή της και η συμπεριφορά της. «Τι έχεις εσύ σήμερα;», ρώτησε ο Σταύρος, ο καλύτερός μου φίλος. «Δώσε μου μια σφαλιάρα», του λέω. Δίστασε στην αρχή και μετά μου ρίχνει μια δυνατή σφαλιάρα. Έγινε ησυχία στο μαγαζί. Νόμισαν πως τσακωνόμαστε, αλλά βέβαια δεν υπήρξε συνέχεια. Έτριψα το σαγόνι μου και περίμενα λίγα λεπτά να συνέλθω, Η σκέψη μου όμως ξαναγύρισε στη Θάλεια. Κατά την επιστροφή μας στη μονάδα, οι συλλογισμοί μου μ’ έφεραν πονοκέφαλο. «Πώς τολμάς να κάνεις όνειρα για μια παντρεμένη, γυναίκα του Λοχαγού σου που σου εμπιστεύεται το σπίτι του, ενώ είσαι στρατιώτης;», ρωτούσα τον εαυτό μου.

Οι μέρες περνούσαν. Οι επισκέψεις στο σπίτι της Θάλειας βοήθησαν να φουντώσει μέσα μου ένας παράφορος έρωτας για τη σαγηνευτική γυναίκα του λοχαγού. Δεν έχανα ευκαιρία να την κοιτάζω μες τα μάτια με λατρεία, ν’ ακουμπάω τα χέρια της. Εκείνη με κοίταζε πάντα χαμογελαστή, καταϋποχρεωμένη για τη μεγάλη βελτίωση που σημείωναν τα δυο παιδιά της στα μαθήματα. Και ήρθε το τέλος του σχολικού τριμήνου, οπότε έγινε το ακατόρθωτο για μένα, για τον χαρακτήρα μου, για τη θέση που βρισκόμουνα. «Σήμερα που θα βγεις, να πας στο σπίτι για να σου δείξει η Θάλεια τους βαθμούς που θα πάρουν τα παιδιά το πρωί», μου είπε ο Λοχαγός μου. Το απόγευμα, όταν πλησίασα το σπίτι του λοχαγού, είδα τα παιδιά του να τα συνοδεύει μια φίλη τους. «Θα πάμε στο πάρκο», μου είπε η συνοδός. Μπήκα στο σπίτι και είδα τη Θάλεια να πετάει στα σύννεφα απ’ τη χαρά της. « Όλα άριστα», μου λέει. «Συγχαρητήρια, συγχαρητήρια», της απαντώ. «Σ’ ευχαριστώ πολύ», μου λέει και με φιλάει στα μάγουλα. Αμέσως την έσφιξα πάνω μου και ρούφησα με πάθος τα χείλη της! Δεν αντιστάθηκε, απάντησε στο παρατεταμένο φιλί μου. Η συνέχεια είναι προφανής. Μου εξήγησε πως κι εκείνη μ’ είχε ερωτευτεί.

Οι επόμενοι μήνες πέρασαν με αμέτρητο πάθος και φόβο. Τίποτα όμως δεν μένει κρυφό. Μια μέρα, απ’ το πρωί μέχρι το μεσημέρι, ο Λοχαγός με κοίταζε κάθε τόσο σκεφτικός. Ήταν αξιωματικός υπηρεσίας τη μέρα εκείνη. Κάποια στιγμή, τον είδα να καθαρίζει το πιστόλι του και να το γεμίζει με σφαίρες. Σκοτεινές σκέψεις γέμισαν το μυαλό μου. «Θα έμαθε», συλλογίστηκα. Το απόγευμα, με φώναξε να πάμε σ’ ένα φυλάκιο. Ανεβήκαμε στο τζιπ που οδηγούσε μόνος του, και σαν φτάσαμε σ’ ένα δασάκι με ψηλά δέντρα, σταμάτησε και κατεβήκαμε. Άρχισε να πηγαινοέρχεται χαϊδεύοντας το πιστόλι του. «Έφταιξα και θα πληρώσω», σκέφτηκα. «Θεέ μου ήρθε το τέλος μου». Κάποτε, σταμάτησε το νευρικό περπάτημα, με πλησίασε, μ’ έπιασε από τους ώμους και μου είπε:«Τα ξέρω όλα. Ίσως φταίω κι εγώ που σ’ έβαλα στο σπίτι μου. Θα μπορούσα να σε σκοτώσω, αλλά θα τα κατέστρεφα όλα. Πρόσεξε καλά. Σε δυο μέρες θα ’ρθει η μετάθεσή σου. Θα γράψεις ένα γράμμα στη Θάλεια που θα της λες πως απλά περνούσες τον καιρό σου, και θα φύγεις χωρίς να την ξαναδείς. Αν κάνεις κάτι άλλο, σου υπόσχομαι πως θα σε σκοτώσω».

Έτσι έφυγα απ’ το νησί. Τι άλλο θα μπορούσα να κάνω; Πάντα όμως θυμάμαι την άκρως επικίνδυνη σχέση που έζησα.

 

Pin It